- υπάλληλος
- -η, -ο / ὑπάλληλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ναυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλοννεοελλ.1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλοςπρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος»)2. φρ. α) «δημόσιοι υπάλληλοι» — όργανα τού κράτους που συνδέονται με προαιρετική υπηρεσιακή οργανική σχέση ευθέως με το νομικό πρόσωπο τής πολιτείας, τελούν σε ιεραρχική σχέση εξάρτησης και υπέχουν αστική ποινική και πειθαρχική ευθύνηβ) «ιδιωτικός υπάλληλος» — υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησηςγ) «δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι» — οι έμμισθοι υπάλληλοι τών δήμων και τών κοινοτήτων ή τών οργανισμών τουςδ) «υπάλληλες έννοιες»(λογ.) δύο έννοιες από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο πλάτος και ονομάζεται υπερκείμενη εμπεριέχει την άλλη, η οποία έχει μικρότερο πλάτος και λέγεται υποκείμενη, όπως είναι λ.χ. η έννοια σπονδυλόζωο, η οποία περιλαμβάνει την έννοια θηλαστικόε) «υπάλληλες κρίσεις»(λογ.) οι κρίσεις από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο ποσόν εμπεριέχει την άλλη, που έχει μικρότερο ποσόν αλλά το ίδιο ποιόν, όπως λ.χ. η γενική αποφατική κρίση εμπεριέχει τη μερική αποφατική κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. υπ' αλλήλων (πρβλ. παρ-άλληλος)].
Dictionary of Greek. 2013.